μασθῶν

μασθῶν
μασθός
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παρηγόρηση — η / παρηγόρησις, ήσεως, ΝΑ [παρηγορώ] νεοελλ. παρηγοριά, παραμυθία αρχ. καταπράυνση μέλους που νοσεί («παρηγόρησις τῶν μασθῶν», Μοσχί.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”